Ἀρβήλων

Ἀρβήλων
Ἄρβηλος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀρβήλων — ἄρβηλος semicircular knife masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αβράμιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Έζησε στα χρόνια 296 366 μ.Χ. Πατρίδα του ήταν η Έδεσσα της Συρίας (σημερινή Ούρφα). Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έδρασε ως ιεραπόστολος σε περιοχές που αγνοούσαν τον χριστιανισμό. H… …   Dictionary of Greek

  • Άρβηλα — (Αrbela).Aρχαία ασσυριακή πόλη της Περσικής αυτοκρατορίας, στο σημερινό Ιράκ, ονομαστή για την περίφημη νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον του Δαρείου Γ’ (331 π.Χ.). Αφού κατέλαβε όλες τις μεσογειακές επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Γαυγάμηλα — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στο σημερινό Ιράκ, Α του Τίγρη ποταμού και Δ του παραποτάμου του Μεγάλου Ζάβα (αρχαίου Λύκου). Κατά τον Αρριανό, απείχε από τα αρχαία Άρβηλα (σημερινό Ερμπίλ) εξακόσια στάδια, δηλαδή περίπου 110 χλμ. Κατά τον γεωγράφο… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Καλλισθένης — (370 – 327 π.Χ.). Ιστορικός από την Όλυνθο. Έζησε στον Aταρνέα και αργότερα στην Πέλλα κοντά στον Αριστοτέλη, με τον οποίο ήταν συγγενής. Συνόδευσε τον Αλέξανδρο ως επίσημος ιστοριογράφος στην ασιατική εκστρατεία του, αλλά αργότερα έπεσε σε… …   Dictionary of Greek

  • Κούρδοι — Ημινομαδικός λαός της Μικράς Ασίας, με αριθμητικά σημαντικές εθνικές μειονότητες στην Τουρκία, στο Ιράκ και στο Ιράν. Οι Κ., στην πλειονότητά τους, ασχολούνται με την κτηνοτροφία και με εποχικές χειρωνακτικές εργασίες. Μουσουλμάνοι σουνίτες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”